- σύμμαγμα
- -άγματος, τὸ, Αμάζα από χώμα και χαλίκια την οποία συνήθιζαν να χρησιμοποιούν οι αρχιτέκτοντες για τη σήμανση τοποθεσιών και τον προσδιορισμό διαστημάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + μάγμα «πηχτή και ευμάλακτη ύλη» (< μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω»)].
Dictionary of Greek. 2013.